περισκυθισμός

περισκυθισμός
ὁ, Α [περισκυθίζω]
η αφαίρεση τού τριχωτού δέρματος τής κεφαλής με εγχείρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περισκυθισμός — scalp in Scythian fashion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκυθισμοῦ — περισκυθισμός scalp in Scythian fashion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκυθισμῷ — περισκυθισμός scalp in Scythian fashion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκυθισμόν — περισκυθισμός scalp in Scythian fashion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θίξις — θίξις, ἡ (Α) [θιγγάνω] 1. πλησίασμα, άγγιγμα, προσέγγιση, ψηλάφηση («ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» μέχρι την Ερυθρά θάλασσα, την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.) 2. μτφ. (για τον νου) αντίληψη 3. φρ. «ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός» εγχείρηση… …   Dictionary of Greek

  • περισκυφισμός — ὁ, ΜΑ [περισκυφίζω] (ίσως ο γνήσιος τ. τού περισκυθισμός) κυκλική εντομή στο περίκρανο, στο τριχωτό τμήμα τού κρανίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”